Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

Συνδιαλεγόμενοι





-"Υποπτεύομαι γιατί σκοτώνεις τα πουλιά.
Τα απωθημένα σου φτερά εκδικείσαι.
Λυτρώσου.
Όλων μας σχεδόν τα πετάγματα
κάποια τα βρήκε αζύγιαστη
ή ζυγιασμένη σφαίρα"



-"Mεσ' την καρδιά μου έχω ένα ήμερο πουλί 
Aν τ' αφήσω να βγει 
τα δόντια του θα σε κατασπαράξουν"




(*Δημουλά, Σαχτούρης και η φωτογραφία δεν θυμάμαι)

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Υστερόγραφο

(φωτογραφία: Iris Marilù Humm)


Οι όρκοι μετρούν τα κουράγια των ανθρώπων. Λειψά τα βγάζουν πάντοτε.
Οι όρκοι. Τα ιερά ψέματα, σα να λέμε...

Προσπαθώ να ανακαλέσω παρελθόντα και πέφτω στο κενό. Δυο χρόνια. Ένα μπαλόνι που έσκασε σε κάποιαν άγνωστη ατμόσφαιρα κι οι σάρκες του σκορπισμένες όλες μέσα στο δωμάτιο μου. Καμιά μνήμη δεν έχω κι όμως όλα τα θυμάμαι και ξεχνώ...
Κάποτε η μόνη λέξη που μπορούσα να πω ήταν φοβάμαι. Τώρα σέβομαι περισσότερο τη σιωπή.
Αναρωτιέμαι μονάχα, αν οι άνθρωποι ήξεραν πως απ' τα ακροδάχτυλα τους -καμιά φορά κι απ' τα χείλη ή τις σταλαγματιές των ματιών τους- κρέμονται οι ευτυχίες άλλων ανθρώπων, θα 'χαν τη δύναμη μια ζωή να τις κουβαλούν, έχοντας μπει σε τροχιά συνεχούς απομάκρυνσης από τους ιδιοκτήτες τους;
Μην απαντάς.

Υ.γ.: Ορκίζομαι, ορκίζομαι, για άλλον άνθρωπο δε θα ξαναγράψω.

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

772010



Γνώρισα όλους, σχεδόν, τους ανθρωπομορφισμούς της ελπίδας, κι έτσι όρισα τη σχεδόν απογοήτευση, το σχεδόν δίδαγμα και τους σχεδόν ανθρώπους. Πόσους πολλούς έχουμε από δαύτους... 

~

Κατάλαβα πόσο αγαπώ τα ηλιοφέγγαρα στα βλέμματα που ξεφεύγουν από καστανά μάτια, και είναι μονάχα το θράσος που δημιουργεί η ανάγκη, ίσως και η ψευδελπίδα μιας υπόσχεσης, που με κάνει να θέλω να τα αντικρίζω... 

~

Καμιά φορά όμως κουράζομαι τόσο που χαμηλώνω το κεφάλι και, απειλώντας το τίποτα, υπόσχομαι πως ποτέ ποτέ δε θα ξαναορθώσω τα βλέφαρα μου, και κανείς δε θα ψάξει να ικανοποιήσει το ελάχιστο του εγωισμού μου αναζητώντας με... 

~

Ποθώ να γράφω μα δεν έχω λέξεις, κι όλα μου τα θέλω φαντάζουν αδιάπρακτα εγκλήματα κατά της φυσικής τάξης των πραγμάτων. Δικαίως οι σκέψεις μου τα κυνηγούν σαν Ερινύες, μα δε θα τα φτάσουν ποτέ... Σίγουρα όχι απόψε...

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Admissions


(η φωτογραφία από εδώ)

Κάθε φορά που μιλούσα από καρδιάς, τα χρόνια μου έμπαιναν εμπόδιο στην αποδεκτότητα των λόγων μου. Μια μέρα θα καταλάβεις, μου λέγανε... Αφέλεια παιδική ακόμα στο μυαλό κι αυτή σε ορίζει... Κι ίσως έτσι να ήταν, έτσι να είναι... Φοβάμαι. Δεν το κρύβω. Ποτέ δεν το έκρυψα. Τρέμω τον αδύναμο εαυτό μου. Τρέμω...
Μια στιγμή αρκούσε. Η παλάμη χάιδεψε ορμητικά τις λέξεις, κι αυτές σβήστηκαν, λες και το μελάνι τους ποτέ δεν στέγνωσε... Μια βόλτα στη θάλασσα. Κοίτα ουρανός, κοίτα αστέρια, κοίτα κύματα. Όλα τακτοποιημένα, όλα στη θέση τους. Η μουσική έπαιζε. Η επίγνωση με βρήκε απροετοίμαστη κι όμως γαλήνια... Είμαστε όλοι μόνοι μας. Όλοι... Κανείς δε ξέρει τι σκέφτομαι, τι νιώθω, ούτε τι σκέφτεσαι και τι νιώθεις εσύ. Ο καθένας μας βρίσκεται αλλού, σ' ένα δικό του σύμπαν, κι είναι δικαίωμα του. Με ποιο δικαίωμα όμως να σε μπάσω εγώ στο δικό μου σύμπαν και με ποια δύναμη; Υπάρχει άραγε κοινό σημείο συνάντησης; Όχι για όλους, έστω για δυο... Τόσο διαφορετικά όμοιοι και συνάμα τόσο όμοια διαφορετικοί... Καμιά φορά βρισκόμαστε όμως, ε; Πίσω απ' τις λέξεις... Μόνο έτσι. Μόνο μέσα απ' ότι δημιουργούμε σκορπάμε τον εαυτό μας δίχως να τον χάνουμε. Στις λέξεις, στις νότες, στις σιωπές. Στις υπογραμμισμένες φράσεις των βιβλίων, στις τσακισμένες τους σελίδες. Και μόνο έτσι νιώθουμε ο ένας τον άλλο, για λίγο, μόνο για λίγο. 
Πανάκριβα μας την πούλησε ο Θεός τη ζωή, έγραψε η Αλκυόνη... Ξέρεις τι ? Απόψε την πιστεύω. Αναρωτιέμαι μονάχα, αν εκείνο το άστρο θα κοιτά αιώνια το κενό. Ή αν κάποια μέρα αντικρίσει στην πανσέληνο το χρώμα απ' τα μάτια Του... Αν θα δώσει σημεία ζωής το παράλογο. Γιατί το παράλογο δεν είναι να θες, σ' αυτόν τον κόσμο, να σ' αγαπουν και ν' αγαπάς, αλλά τούτο το θέλω σου να εκπληρώνεται... Η ίδια μας η ύπαρξη μας θέλει σκυφτούς. Να μην κοιτάμε τριγύρω την ομορφιά και ξελογιαζόμαστε. Να μην αγγίξουμε τ' άνθη και μας χαράξουν τ' αγκάθια τους. Δεν είναι ώρα, μας φωνάζει, για πληγιασμένα δάχτυλα. Φοβάται κι η ύπαρξη. Φοβάται... Νομίζεις έχει πολλά και κείνη; Τούτες οι άμυνες της απέμειναν μονάχα. Αγώνα κάνει για να μην καταργηθεί. Αρκεί να ξεχωρίζεις τις ώρες που πρέπει να την ακούς. Δε θ' αντικρίσεις ποτέ ουρανό αν σκύβεις συνεχώς. Και, μη ξεχνάς, τα όνειρα μόνο με κόκκινα δάχτυλα μπορούν ν' αγγιχτούν...
Την Κική πάλι, που φωνάζει πως είναι μύθος η Αγάπη, δεν την πιστεύω μία. Με θυμώνει έτσι που τα λέει, δεν είναι οι άνθρωποι για να μιλούν. Η σιωπή υποτιμάται. Η Αγάπη μας φταίει που δεν υπάρχουν ψυχές να την πιστέψουν; Όχι ρε. Το τίποτα μας φταίει. Αμφιβολίες, αμφιβολίες, αμφιβολίες. Αμφιβολίες κι ελαφρότητες. Πως μου τη δίνουν όσοι δεν παίρνουν στα σοβαρά το χρόνο τους. Κι εγώ μέσα σ' αυτούς είμαι, μη νομίζεις. Αλλά προοδεύω. Αργά. Καταλαβαίνω. Και τελικά σ' όσους μας πληγώνουν οφείλουμε ένα ευχαριστώ. Η ουσιαστική γνώση αποκτιέται με πόνο. Το παθαίνω απ' το μαθαίνω, άλλωστε, ένα γράμμα απείχε πάντα. Σβήσε το "π", να φύγει ο πόνος. να φύγει η ψευδαίσθηση. Βάλε "μ" στη θέση του, να μείνεις μόνος, να βρεις την αλήθεια σου. 
Κι εμείς θα συναντιόμαστε εδώ.
Στο υπόσχομαι.
Να νιώθουμε ο ένας τον άλλο.
Για λίγο...           

Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Κι άρχισε η νύχτα πάλι νύχτα να ζητάει...

(φωτογραφία του Δημήτρη Παπαγεωργίου)


Αγαπητέ Κύριε,
τυχαίνει να περνάτε τακτικά
μπρος απ' τις ώρες μου
κι εγώ να είμαι πάντα εκεί
και να σας βλέπω
όπως οφείλω να βλέπω
- μεγάλος κόπος για την όραση -
ό,τι περνάει.

Σας βλέπω,
προφταίνω το τρεχούμενο βλέμμα σας
- άρα δεν είναι όλα ξεροπόταμα -
μειδιάτε
- άρα υπάρχουν όχθες -
χαιρετάτε,
ήχος πετούμενος,
και περνάτε.

Εγώ, κύριε,
σας αποδίδω μάλλον
σε φαινόμενο αντικατοπτρισμού
και σε απόηχο ονείρων γυρολόγων.

Οι ώρες μου όμως σας πιστεύουν.
Μόλις φανείτε σταματάνε·
μες στα ρολόγια, μες στα δεδομένα,
μες στα οφθαλμοφανή,
μες στη ρευστή τους μοίρα,
σταματάνε,
καταμεσής στην αδειοσύνη τους,
κι εκείνο το σπαρακτικό
«Ιδού ο Νυμφίος έρχεται»
για σας το λένε.
Δικαίως.

Γιατί
ενώ απλώς περνάτε
ενώ σχεδόν στ' αόρατα συγκαταλέγεστε
κάνετε εντούτοις ένα θαύμα:
τις γεμίζετε.
Πόσες φορές μάλιστα
«εν τω μέσω της νυκτός».

Κ.Δ.

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Θα λέω ψέματα πως δε θα ξαναφύγω...

(εικόνα του Alexander Jansson)

Γυροφέρνω το σπίτι να βρω μια ελεύθερη γωνιά στο πάτωμα. Κείνη πλάι στη μπαλκονόπορτα, που μου επιτρέπει να κοιτώ έξω, είναι πιασμένη. Τέσσερις τοίχοι μου προσφέρουν επ' αμοιβής ένα τιποτένιο άσυλο. Τελικά δεν έχω την πολυτέλεια της περαιτέρω αναζήτησης, ο πόνος με διπλώνει στα δύο εκεί ακριβώς που στέκομαι... Έχω ένα χρώμα λευκό, σχεδόν νεκροφανές. Τα άκρα μου παγωμένα. Τρέμω κατά διαστήματα. Λες και ξαφνικά έπεσε η θερμοκρασία στο δωμάτιο. Η σκέψη μου χάνεται εντελώς...
Ο χειμώνας τούτος ήταν ατέλειωτος και ξεκίνησε μήνες νωρίτερα. Αναρωτιέμαι αν θα μυρίζει καλοκαίρι πίσω στο νησί. Αν ο ουρανός είναι καθάριος τα βράδια. Καμιά φορά όταν κοιτάς ψηλά νιώθεις τη μοναξιά να μικραίνει, έστω στιγμιαία. Νιώθεις ένα τίποτα μέσα στ' απέραντο. Κι όμως περιμένεις. Περιμένεις να νιώσεις ένα κάτι. Ένα απροσδιόριστο συναίσθημα. Σα λαχτάρα για μια αγκαλιά που ποτέ δε θα 'ρθει. Και δεν είναι που θα μείνεις μόνη. Απλά να... Είναι όλα τούτα τα τραγούδια που έμαθες και δεν έχεις να τα μοιραστείς με κάποιον. Το μολύβι που δεν ακουμπάς πια. Οι σκέψεις που μένουν μετέωρες και μετά χάνονται. Οι φλόγες που μόνες ανάβουν, μόνες σβήνουν. Οι αλλαγές που κανείς δεν παρατηρεί... Η σιωπή...
Δε μ' αρέσει πια το ίδιο κρασί. Ούτε ελπίζω στα ίδια πράγματα. Χαμογελώ στον κόσμο. Δεν πνίγομαι στα λεωφορεία. Ελάττωσα τα αποσιωπητικά στα κείμενα. Δε γράφω ποιήματα. Ούτε παίζω τις ίδιες σονάτες στο πιάνο. Δεν περιμένω απ' τους ανθρώπους να καταλάβουν. Ακούω τους πάντες και δε μιλώ σε κανέναν. Όλα κλεισμένα σ' ένα εσώτερο σύμπαν. Κι όμως, έτοιμα να τρέξουν σα χείμαρρος προς τα έξω στο πρώτο βαθύ άγγιγμα. Αν υπήρχε...
Κι αν με ρωτήσεις τι μου λείπει, θα σου πω όλα τα μικρά πράγματα που μου έρχονται στο μυαλό. Μου λείπουν οι ώρες που σκορπούσα σε κείνο το υπόγειο βιβλιοπωλείο. Και τα μαθήματα στο υπόγειο σπίτι με κείνον τον υπέροχο άνθρωπο που πάντα με έκανε να γελάω, έστω κι αν πριν πέντε λεπτά ήμουν του θανατά. Τα πρωινά που ανέτελλαν με Παυλίδη. Οι αλκοολούχες νύχτες με τους φίλους που δεν ήθελα να τελειώσουν και κείνο το γιασεμί πιο κάτω απ' τη Μέθεξη. Οι υπογραμμίσεις στις φράσεις που μου άρεσαν. Οι διαδρομές με τ' αυτοκίνητο. Οι βραδυνές μοναχικές βόλτες ακούγοντας πειραγμένες μουσικές και κάνοντας ολόκληρο κύκλο για να μην περάσω από κείνο το σημείο στην επιστροφή. Κι όλα τα μικρά πράγματα που έφτιαχναν εμένα... Μου λείπει το κορίτσι εκείνο που ήμουν. Με τα όνειρα του τα υπολογίσιμα, τις αλώβητες ελπίδες και την αφελή του πίστη στα δύο προηγούμενα...
Κι αναρωτιέμαι, αν, τώρα που θα γυρίσω, θα μπορώ να αποτάξω ολότελα τον αλλιώτικο εαυτό.
Αν μπει μέσα μου ο γνώριμος, και κάτσουμε παρέα στην παλιά μου γωνία...
Κι αν ανοίξει το τετράδιο και μου γράψει "Θα μείνω"...

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Insolitus

(εικόνα του Alexander Jansson)

Συγχώρα με αν ονειρεύομαι κι απόψε. Κι αν δεν το κάνεις δεκάρα δε δίνω. Απόψε ορκίστηκα να σε απολαμβάνω μέχρι να φτάσω τα τριανταεφτά, τούτο θαρρώ πως είναι το προσδόκιμο όριο ζωής. Μετά γίνεσαι ύπαρξη και μάταια προσμένεις την επιστροφή του παρελθοντικού σου μεγαλείου και την επιστροφή απ' την εφορία. Μάταια, ξαναλέω. Και τα δυο... 

-"Ήρθα να παίξουμε χαρτιά"
-"..."
-"Τι, πες μου πως δε ξέρεις να παίζεις χαρτιά ?!"
-"..."
-"Τι σκατά φοιτήτρια είσαι, άμα δε ξέρεις να παίζεις χαρτιά ?!"
-"Καλά, μη μου ξανακάνεις λάικ στο φέισμπουκ"
-"Έφτιαξες φέισμπουκ ?"
-"Όχι"
-"Τότε ?"
-"..."

Άτιμη ειρωνεία, χαραμίζεσαι...

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

Letters to my unknown self



You 're all I have left...
Don't let me down.

And if you do...
Don't let me know.


Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

And I won't tell 'em your name

Απόψε είδα αστέρια για πρώτη φορά σ' αυτή την πόλη. Μια περασμένη στιγμή ήρθε κι έκατσε πλάι μου στο παγκάκι, και κοιτούσαμε μαζί τον ουρανό. Οι περαστικοί περνούσαν τριγύρω. Κανείς δεν έβλεπε ψηλά... Κανείς...
Θυμάμαι όταν ερχόμουν με το αεροπλάνο... Μια ματιά έξω απ' το τζάμι με έκανε να καταλάβω τι θέλω. Θέλω να ζήσω πάνω σε ένα σύννεφο. Τώρα που ξέρω πως είναι να τα κοιτάζεις όλα από ψηλά, από μακριά... Αυτό θέλω. Όχι μεταφορικά. Όχι σε λυρικές φαντασίες κι ονειροφτιάγματα. Εγώ, αλήθεια, θέλω να ζήσω πάνω σε ένα σύννεφο...

Νιώθω σα να 'χω μάθει πολλά και τίποτα όλο αυτό το διάστημα. Πριν λίγο καιρό μου είπε κάποιος πως είμαι σα φάντασμα σ' αυτή την πόλη. Απόψε κατάλαβα τι εννοούσε, καθώς άλλαζα δρόμους και στενά τόσο ενστικτωδώς, δίχως να κοιτάω πια οδούς και δίχως να με νοιάζει... Επέστρεφα σπίτι κι ένιωθα τον αέρα να βρίσκει εμπόδια στη διαδρομή προς τους πνεύμονες μου. Αυτός ο κόμπος στο λαιμό είναι το χειρότερο των συναισθημάτων. Κι οι σκέψεις δεν πάνε πίσω, όταν σε κάνουν να αισθάνεσαι αδύναμη. Όταν η γραμμή της παραίτησης είναι ένα βήμα μπροστά κι εσύ είσαι σχεδόν έτοιμη να τη διασχίσεις... Κι όμως πάντα βρίσκεις κουράγιο μέσα σου την τελευταία στιγμή...
Δε μου λείπουν οι παρέες. Σχεδόν πάντα είχα και ποτέ δεν ταίριαξα. Δε μου λείπουν λίγοι ακόμα απ' αυτούς τους ανθρώπους με τους οποίους μιλάς δίχως να σ' ακούνε, δίχως να επικοινωνείτε, δίχως να καταλαβαίνεστε, μόνο και μόνο για να περνά η ώρα. Δε μου λείπουν τα ψεύτικα χαμόγελα κι οι εξαναγκαστικές ομοιομορφίες. Τα διαολόστειλα προ πολλού τούτα. Οι άνθρωποι μου λείπουν. Κείνοι που εμπιστεύομαι, που δε με κρατούν συνεχώς σε άμυνα. Κείνοι που με κάνουν να νιώθω ασφαλής, που μου απλώνουν το χέρι στα δύσκολα και θέλω να τ' αγγίξω. Κείνοι που τώρα πια σκορπίστηκαν από δω κι από κει, χιλιόμετρα μακριά...
Κάποτε πιάναμε τα προβλήματα, τα κόβαμε σε χίλια μέρη, ο καθένας από λίγο κι από πολύ, μέχρι να γίνουν θρύψαλα, σκόνη, να τα φυσήξει ο άνεμος στ' ανύπαρκτα. Κάποτε το αλκοόλ έβγαζε λόγια απ' τα στόματα μας αλλιώτικα, πάνω εκεί στις πρώτες μας φορές, που ξεμέναμε από αθωότητα και μας ευλογούσε η μιζέρια, μα εμείς λέγαμε πάντα παιδιά θα είμαστε...
Κάποτε...
Απόψε...
Απόψε δε χρειαστήκαμε αλκοόλ. Η λιγοστή εμπειρία κατάφερε και μας έδωσε απαντήσεις... Γιατί έχουμε αρχίσει το πανεπιστήμιο της ζωής κι από δω δε βγαίνεις με πτυχίο κι επίσημο ένδυμα σα μαλάκας κατοχυρωμένος, βγαίνεις άνθρωπος... 
Είμαι το τελευταίο άτομο που μπορεί να προσφέρει συμβουλές. Πραγματικά. Μα ξέρω πως είναι να νιώθεις εγκλωβισμένος άθελα σου σε μια πραγματικότητα που δε σου επιτρέπει να είσαι με αυτόν που αγαπάς. Κι ενώ εσύ είσαι εδώ, δέσμιος καταστάσεων και στασιμοτήτων, ο άλλος είναι μακριά σου, κάπου εκεί έξω και ΖΕΙ, κι αυτό σε θλίβει. Όχι γιατί ζηλεύεις τη χαρά του, αλίμονο. Απλά είναι το ότι ζει σε μια πραγματικότητα που αισθάνεσαι πως δεν σε περιέχει, ενώ εκείνος είναι τα πάντα για σένα. Έτσι γίνεται η ανασφάλεια πρώτη ύλη του φόβου. Και καταλήγεις είτε να φθείρεσαι μονάχος, είτε να μεταφέρεις αφόρητη πίεση στον άλλο... Κανένα απ' τα δύο δεν είναι σωστό. Και κανένα απ' τα δύο δε διορθώνεται μόνο με υπομονή, ανέχεια κι ελπίδα ότι κάποιος ανώτερος εξωτερικός παράγοντας θα βελτιώσει την κατάσταση. Τούτος ο δρόμος αποκλειστικά εξάντληση επιφέρει. Κι άσε που οι μεγαλύτερες πόρνες λέγονται ελπίδες. Μη στηρίζεσαι απάνω τους, δεν ξέρεις πόσο εύκολα σε πουλάνε για το τίποτα.
Να θυμάσαι μονάχα πως η Αγάπη δεν είναι σεντόνι που καλύπτει νεκρούς εγωισμούς. Είναι μικρά αστέρια που λάμπουν σε έναν κατάμαυρο ουρανό και ψιθυρίζουν "Σε σκέφτομαι". Είναι το τραγούδι που θα του στείλεις, οι στίχοι που θα του ξεχωρίσεις, η ζωγραφιά που θα του φτιάξεις. Είναι το τηλεφώνημα αργά το βράδυ κι η σιωπή σου για ν' ακούς τη φωνή του. Είναι οι νότες που χαράζεις στα πεντάγραμμα κι οι λέξεις που σχηματίζουν τη μορφή του. Είναι ο χρόνος που βρήκες για να είσαι μαζί του. Είναι τα γράμματα που γράφεις κι η αγωνία σου που ταξιδεύει πλάι τους για να τα προσέχει στη διαδρομή. Είναι τα φεγγάρια που θεωρείς χαμένα γιατί δε σας αντίκρισαν να τα κοιτάζετε αγκαλιά... Μικρά πράγματα, απλά, ίσως κι ασήμαντα για κάποιους... Μα μόνο ευτυχία χαρίζεις μέσα απ' αυτά... Μην τα αγνοείς, λοιπόν...
Και να γράφεις... Πάντα να γράφεις... Να γράφεις και να του μιλάς ήρεμα μέσα απ' τις λέξεις, με αλήθεια και σεβασμό. Όχι σε τετράδια κρυφά, για να ξεθυμάνεις μόνο και μόνο για να ξαναθυμώσεις την επόμενη φορά χειρότερα. Να γράφεις για να εξηγείς, να ανοίγεσαι, να μοιράζεσαι και να ακούγεσαι βαθύτερα... Η Αγάπη χρειάζεται ψυχή, κι η ψυχή είναι απλή όσο δε φαντάζεσαι... Το μυαλό είναι που τα γαμάει όλα κάνοντας τα σύνθετα...

Γι' αυτό σου λέω, άμα τη βρήκες, να την προσέχεις...

And now we're grown up orphans
That never knew their names
We don't belong to no one
That's a shame
But if you could hide beside me
Maybe for a while
And I won't tell no one your name

Για τη Λ.

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

Παράφρων

"Θαρρούσα ώς τώρα -φίλοι μου καλοί-
θαρρούσα ώς τώρα...
πώς όλα τα πράματα
βαδίζουν στη γη
με το αληθινό τους χρώμα.
Η Χαρά άσπρη.
Η Θλίψη χλωμή.
Ο Έρωτας ρόδινος.
Ο Θάνατος μαύρος.
Έτσι θαρρούσα...
Και περνούσα τις μέρες μου,
με τα χρώματά μου τακτοποιημένα.
Με τα όνειρά μου συγυρισμένα.
Μέ τα ποιήματά μου καθαρογραμμένα...
Γιατί έτσι τά 'βλεπα.
Έτσι νόμιζα...
"
Μ. Λουντέμης



Κάποτε μου μιλούσε για θεούς των ουρανών. Απ' αυτούς που πάνε παρέα με δαίμονες. Που 'φτιάξαν παραδείσους για να μας ρίχνουν στην κόλαση. Κι όποτε τη ρωτούσα κάτι παραπάνω για κείνους, κόμπιαζε, δεν είχε να μου πει. 
Φαινόταν αστείο, μα δε μ' ένοιαζε.
Φίλη την ονομάτιζα για μέρες. Σιωπούσα και την άκουγα να μου λέει πως για αλήθειες γράφω. Κι εγώ έγραφα. Όχι για να μου λέει, απλά έγραφα. Στις λέξεις όμως βλέπει ο καθείς ότι γουστάρει. Γιατί είναι καθρέφτες. Κοιτούσα κι αντίκριζα τον κόσμο, παράταιρα από μένα. Μακρινό. Πότε Λευκό, πότε Μαύρο, πότε με στάλες Κόκκινες ποτισμένο - Δεν ξέρω αν ήταν απ' αγάπη ή απ' του πόνου τα φιλιά. Κοιτούσα. 
Εκείνη δε ξέρω τι αντίκριζε. Θυμάμαι μόνο μια μέρα που με ρώτησε αν σκέφτομαι να βάλω τέλος. Χαμογέλασα. "Και τι είμαι εγώ να βάλω τέλος σε κάτι που δεν μου ανήκει ?". Απόρησε το βλέμμα της. "Πως γίνεται η ζωή σου να μη σ' ανήκει ?" θα ρωτούσε. Μα δεν ήθελε να κουράζεται ποτέ με σκέψεις. Ούτε και τώρα. Μου έκλεισε τη μουσική, ήταν πολύ παρακμιακή για τα γούστα της. Φόρεσε τ' ασυνείδητα κι έφυγε. Θα 'θελα να της εξηγήσω, εγώ - σαν άνθρωπος που τίποτα δεν ξέρει, πως είναι να 'σαι λεύτερος να κάνεις ότι θέλουν - οι άλλοι για σένα. Μα δεν την έμπασα στον κόσμο μου, την άφησα να φύγει. Ποτέ δεν ήταν εδώ έτσι κι αλλιώς.
 Μου άφησε μες στο τασάκι κάτι στάχτες. Τις άπλωσα πάνω στα χαρτιά μου. Να ποτιστούν απ' το μελάνι, να μάθω να γράφω τη λέξη απομυθοποίηση
Χαίρει ιδιαίτερης χρησιμότητας πλέον. 
 "Εγώ πιστεύω στους θεούς τους κάτω, κείνους που μέσα στους ανθρώπους κρύβονται. Που κάνουν και λάθη και σωστά, που σέρνονται μαζί με εμάς στο χώμα μα κρατούν το βλέμμα στ' άστρα, που μοιράζουν τη ψυχή τους σ' ανώνυμες λέξεις μα μπορούν και την κρατούν ατόφια, αλώβητη, γιατί ότι λένε το πιστεύουν, το ζουν, το πράττουν και το υπερασπίζονται μπροστά στην κάθε ανάγκη που λυσσάει να τους καταπιεί...". Τούτα τα λόγια της είπα και της προξένησαν γέλιο ανυπόφορα γάργαρο. "Δεν υπάρχουν ρε μαλάκα τέτοια, που ζεις ? Μόνη σου έχεις μείνει...". 
Ας είναι... 

Εγώ στον κόσμο μου ζω...



"Και ποια είναι η πιο αψηλή εντολή;
Ν’ αρνηθείς όλες τις παρηγοριές
-θεούς, πατρίδες, ηθικές, αλήθειες -
ν’ απομείνεις μόνος
και ν’ αρχίσεις να πλάθεις εσύ,
με μοναχά τη δύναμή σου, έναν κόσμο
που να μην ντροπιάζει την καρδιά σου..."
Ν. Καζαντζάκης
.

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

World so cold

Δε μπορώ ν' αποφασίσω αν τον συμπαθώ ή όχι. Δε με νοιάζει και πολύ ειν' η αλήθεια, καθόλου δε με νοιάζει. Ρώτησε μονάχα που θέλω να πάμε για καφέ κι αν θα πάρουμε το αστικό μέχρι τη Ναυαρίνου. Το σίγουρο είναι ότι έδωσα γι' άλλη μια φορά τη λάθος εντύπωση. Σα να 'χω ξεχάσει τι πρέπει να κάνει κανείς για να γνωρίσει καινούριους ανθρώπους. Τόσα χρόνια έχτιζα μια φυλακή, με αόρατα κάγκελα. Δεν τα βλέπεις, δε φαίνονται. Μα όταν πάω να κάνω ένα βήμα παραπέρα, πέφτω απάνω τους και μου κόβουν τη φόρα. Κι επειδή απ' την πρόσκρουση σχηματίζεται μια σκιά πόνου στα μάτια, νομίζει ο άλλος ότι σκοτεινιάζω εύκολα. Δε βλέπει την αιτία, στέκει μονάχα για λίγο μπροστά στο αποτέλεσμα κι ύστερα συνήθως απομακρύνεται. Μα θα το διορθώσω κι αυτό, το υποσχέθηκα σε μένα. Όλα απ' την αρχή θα τα φτιάξω, ίδια κι αλλιώτικα...
Μπορώ ξεκάθαρα να το πω πλέον, κάθε μου πλάνο ανατράπηκε. Πόσο μαλάκας μπορεί να είναι κάποιος που προσπαθεί και καλά να σχεδιάσει τη ζωή... Μόνη της φτιάχνει το δρόμο της. Αυτό που κάνουμε εμείς είναι ν' αποφασίσουμε αν θα είναι ποτάμι ή χείμαρρος, προσπαθώντας να αποφύγουμε τα λιμνάσματα. Γιατί τα στάσιμα νερά γίνονται βούρκος, κι άντε κρατήσου ψυχή μου καθάρια εκεί μέσα... Όσα φράγματα κι αν συναντήσεις, απλά άσε να συσσωρεύεται η προσπάθεια, μόνο έτσι λένε θα τα σπάσεις, και θα συνεχίσεις με δύναμη περίσσεια. Αφού έμαθες τις πτώσεις, έμαθες τι είναι να μην έχεις από που να πιαστείς και να πρέπει μόνη να μάθεις να σηκώνεσαι. Σε λιγάκι μπορεί να λες πως δεν ήταν και τίποτα. Έτσι κι αλλιώς τόσα παθαίνουμε, τόσα αντέχουμε και παραπάνω, πάντα παραπάνω. Το ισοζύγιο χαράς/λύπης δεν φτιάχτηκε για να ισορροπεί, φτιάχτηκε για να καταλάβεις ότι η ευτυχία δεν είναι εφάπαξ που θα στο στείλει η ζωή στα εξηνταπέντε σου...
Είμαι εδώ και δεν ξέρω για πόσο. Με απέρριψε μέχρι και το πανεπιστήμιο σ' αυτή την πόλη. Κι ενώ δεν είμαι καλά, δε θέλω να φύγω επειδή απλά δε με δέχτηκαν. Θέλω να φύγω όταν θα τα 'χω ξεγράψει όλα εγώ και κανείς άλλος. Δεν προσμένω ν' ακούσω καμιά απάντηση τους. Μονάχα περιμένω να βραδιάζει για να κατεβαίνω στην παραλία και να 'ναι πήχτρα σκοτάδι. Να κάνω διαδρομές δίχως να ξέρω τον προορισμό, αρκεί να 'χω συντροφιά τις μουσικές μου. Κι είναι όμορφα τώρα που μυρίζει χειμώνας γιατί το κρύο σε μουδιάζει και οι ανάσες ζωγραφίζονται στον αέρα...
Είναι σαν να πείθομαι για λίγες στιγμές ότι φταίει ο καιρός που ο κόσμος είναι τόσο παγωμένος...

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

And sometimes I despair. At who I 've become...




Είναι στιγμές που οι λέξεις δεν φτάνουν να περιγράψουν τίποτα... Που δεν αντέχουν να σηκώσουν το κενό που έχω μέσα μου... Δειλιάζω να γράψω πλέον... Τα ίδια και τα ίδια κάθε φορά... Ξεγυμνώνω μια πραγματικότητα που δεν αντέχω να ζω και δεν ξέρω πως ν' αλλάξω...
Το τζάμι θαμπώνει απ' τον πυρετό και τις ανάσες, μα δε ζωγραφίζω πια αστέρια στην υγρασία του. Τα δάχτυλα είναι βρεγμένα απ' τα δάκρυα που σκουπίζουν κάθε τόσο... Παραιτούμαι κάθε μέρα όλο και πιο πολύ... Ο ίδιος μου ο εαυτός μου προκαλεί απόγνωση. Με ρωτάει "γιατί ?" μα απάντηση δεν έχω να του δώσω... Η μάνα μου μου λέει "με απογοητεύεις" και τι να της πω... "Συγγνώμη" ? "Το ξέρω" ? "Βοήθησε με" ? Τίποτα... Σκύβω το κεφάλι και δε μιλώ... Κι εκείνη να προσπαθεί να βγάλει άκρη μαζί μου... "Γιατί ? Αφού είσαι τόσο καλό παιδί... Γιατί ?" Καλό παιδί... Πότε μετρούσε η καλοσύνη εδώ και ποιος την υπολογίζει πια... Εγώ τον εαυτό μου τον έχω χάσει... Ούτε που ξέρω τι μου συμβαίνει... Γιατί δεν βρίσκω πλέον ευχαρίστηση σε τίποτα... Γιατί στέρεψαν οι λέξεις, οι ιδέες, στέρεψε και το κουράγιο... Δεν θα 'πρεπε να νιώθω έτσι, δεν έχω το δικαίωμα... Παίζω κρυφτό με τα συναισθήματα, καμουφλαρισμένη η θλίψη πίσω από χαμόγελα τυπικά... Μα όταν κοιτάζω τον καθρέφτη να μου λέει "απέτυχες", ξέρω πως έχει δίκιο...
Το κεφάλι μου τα φταίει, η αφέλεια τούτη, που όλα αλλιώτικα τα πίστευε κι αλλιώτικα τα αντικρίζει... Μου 'παν στα δύσκολα φαίνεται ο άνθρωπος. Όταν πέφτεις και πρέπει να ξανασηκωθείς καταλαβαίνεις τι κατοικεί στην αριστερή μεριά του στήθους σου... Ποιο χρώμα έχει το αίμα που κυλά μέσα σου, και ποιο τα μάτια σου όταν καθρεφτίζουν τον κόσμο... Απ' τα λάθη μαθαίνει κανείς... Κι αν έχασες το δρόμο, λένε, ούτε ο πρώτος είσαι ούτε ο τελευταίος... Ο μόνος τρόπος να καταλάβεις είναι να πονέσεις κι εσύ, όπως τόσοι άλλοι... Τι να το κάνεις όμως όταν σε τρώει η μοναξιά εδώ και κλείνεσαι όλο και πιο πολύ στον εαυτό σου...
Δε είναι που όλα πήραν το χρώμα της στάχτης...
Είναι που όλα στάχτη θυμίζουν...
Και ποια φωτιά σου να μείνει αναμμένη μες το χειμώνα του κόσμου, να σε κρατά ζωντανή...