Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

"Μᾶς βαραίνουν οἱ φίλοι ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς νὰ πεθάνουν"

Είναι κάτι μέρες μπλε. Βαθύ, πηχτό, σκούρο, σα μαύρο αλλά όχι ακόμη. Μέρες που τις φοβάμαι γιατί έχουν το άρωμα της νοσταλγίας, της κακής νοσταλγίας, της δυσάρεστης, δύσοσμης, παρελθοντικής. Καλή νοσταλγία δεν υπάρχει. Μέρες που γράφονται με ήττα, γιατί είναι χάσιμο, γιατί νικήθηκα, κι ας μη νικήθηκα εν τέλει, αρκεί που νιώθω νικημένη. Κι αφού το πιστέψατε κι εσείς, έτσι θα 'ναι. Είναι μέρες που είμαι το μηδέν τυλιγμένο με γραφτά του Σεφέρη, που μιλούν για πράγματα που δεν ήρθαν, γι' αγαλμάτινες απουσίες, γι' ανεκπλέρωτες. Και ποιος τολμά πια να παραπονιέται για έρωτες...  Εγώ όχι, όχι και δεν, μη με παρεξηγείτε, αλίμονο! Κάντε μου ότι θέλετε, μη με παρεξηγήσετε μονάχα... Κανείς δεν κλαίει τους έρωτες του πια, μόνο όλα τ' άλλα, τα πιο ασήμαντα, τα πιο ακίνδυνα, τα πιο θανατηφόρα, τα κενά νοήματος. Είναι μέρες που αναρωτιέμαι που ξεφύτρωσαν γύρω μου τόσα μάρμαρα, κι εγώ πως νόμιζα ότι ήμουν με τους ζωντανούς. Μέρες σαν την ταμπέλα "ΠΕΙΝΑΩ" σε χέρια άστεγου στη Τσιμισκή, του οποίου δεν κάνεις τον κόπο να παρατηρήσεις την ύπαρξη, αφού οι βιτρίνες είναι τόσο πολύχρωμα ωραίες, πολύχρωμα χυδαίες και δεν πεινάνε κιόλας, αυτό που το πας. Έβγαλα κι εγώ ένα μαρκαδόρο, έγραψα σ' ένα χαρτί "ΠΟΝΑΩ" και στρώθηκα να κάτσω δίπλα του. Τι μαγκιά βρήκα να γίνομαι αόρατη...


* Τα γραφτά

"Δὲν τοὺς γνωρίσαμε ἦταν ἡ ἐλπίδα στὸ βάθος ποὺ ἔλεγε 
πὼς τοὺς εἴχαμε γνωρίσει ἀπὸ μικρὰ παιδιά. 
Τοὺς εἴδαμε ἴσως δυὸ φορὲς κι ἔπειτα πῆραν τὰ καράβια, 
φορτία κάρβουνο, φορτία γεννήματα, κι οἱ φίλοι μας 
χαμένοι πίσω ἀπὸ τὸν ὠκεανὸ παντοτινά. 
Ἡ αὐγὴ μᾶς βρίσκει πλάι στὴν κουρασμένη λάμπα 
νὰ γράφουμε ἀδέξια καὶ μὲ προσπάθεια στὸ χαρτὶ 
πλεούμενα γοργόνες ἢ κοχύλια 
τὸ ἀπόβραδο κατεβαίνουμε στὸ ποτάμι 
γιατὶ μᾶς δείχνει τὸ δρόμο πρὸς τὴ θάλασσα, 
καὶ περνοῦμε τὶς νύχτες σὲ ὑπόγεια ποὺ μυρίζουν κατράμι. 
Οἱ φίλοι μας ἔφυγαν ἴσως νὰ μὴν τοὺς εἴδαμε ποτές, ἴσως 
νὰ τοὺς συναπαντήσαμε ὅταν ἀκόμη ὁ ὕπνος 
μᾶς ἔφερνε πολὺ κοντὰ στὸ κύμα ποὺ ἀνασαίνει 
ἴσως νὰ τοὺς γυρεύουμε γιατὶ γυρεύουμε τὴν ἄλλη ζωή, 
πέρα ἀπὸ τ᾿ ἀγάλματα. 

 ~ 

 Ἂν τὸ θέλησα νὰ μείνω μόνος, γύρεψα 
τὴ μοναξιά, δὲ γύρεψα μία τέτοια ἀπαντοχή, 
τὸ κομμάτιασμα τῆς ψυχῆς μου στὸν ὁρίζοντα, 
αὐτὲς τὶς γραμμές, αὐτὰ τὰ χρώματα, αὐτὴ τὴ σιγή."

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Αντί για σένα

(Ακρυλικό και μολύβι σε καμβά της Stella Hultberg)


Μιαν άγρια θλίψη. Κλειδωμένες εξώπορτες. Παγωμένα σεντόνια. Φώτα ανοιχτά τα βράδια. Άγραφες σελίδες. Παρατημένα μολύβια. Σκουριασμένα μελάνια. Μηδέν εισερχόμενα. Κλειστά κινητά. Σιωπές τα σ'αγαπώβραδα. Καμιά πουτάνα ελπίδα. Δυο παραπάνω χρόνια για πτυχίο. Χλιαρές παρέες. Ταχυπαλμίες στα πεζοδρόμια. Παγωμένα χέρια στους μείον δέκα. Ιούνηδες με μια μέρα λιγότερη. Απώλεια. Αποχή απ' τα αγγίγματα. Καλύτερη λογοτεχνία. Μοναξιά στις μουσικές. Νανουρίσματα που μυρίζουν αλκοόλ. Ν' αποτάξω το για πάντα και την καλουπωμένη πίστη. Να πέσω. Να ερημώσω. Ν' απελπίζομαι. Να υποφέρω μικρούς θανάτους. Βρεγμένα μαξιλάρια. Νύχτες ασθενικές. Ασυνείδητα χαμόγελα μιας αντιδραστικής στη λύπη παράνοιας, λίγο πριν ξυπνήσω. Ν' αρρωσταίνω μόνη. Και να γιατρεύομαι μόνη. Να ψάχνω την ομορφιά και να τη βρίσκω. Να μη σε φοβάμαι. Να μπορώ να με κοιτάω στον καθρέφτη. Επίγνωση. Αλήθεια. Αξιοπρέπεια. 
Να είμαι εγώ· Μια κόλαση.
Διάλεξα.
Αντί για σένα

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

"I don't want realism. I want magic."

-"Γαμώ τους αριστερογαμιόληδες στο διάολο σήμερα...". 
Κλασσική δραματική είσοδος. Πέταξε το χαρτοφύλακα στο πάτωμα, μαζί με το πανωφόρι του και τα κλειδιά. Λίγα εκατοστά παραπέρα παράτησε και τα παπούτσια. Ξέραν και οι δυο πως θα μείνουν όλα εκεί μέχρι ν' αποφασίσει ο ίδιος να τα μαζέψει. Δε χρειάστηκε ποτέ να τα ξεκαθαρίσουν αυτά. Αυτονόητα. Ούτε δούλα, ούτε κυρά, όπως έγραψε κάποιος με σπρέι, δυο τοίχους παρακάτω απ' την υπόγεια αποθήκη που είχαν βαφτίσει κρησφύγετο τους. 
Το βλέμμα της τον ακολουθούσε, νωχελικό, με ένα μειδίαμα στα χείλη, σα να 'ξερε τη συνέχεια και του σημερινού δράματος. Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος, τα μάτια της θα πετούσαν ήδη σπίθες στο άκουσμα των τριών πρώτων λέξεων. Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος... Αλλά ήταν εκείνος. Ή μάλλον Εκείνος. Κι αυτό το, εκ πρώτης όψεως, ανεξήγητο κράμα αντιφάσεων του. Εκείνη ήξερε ότι ήταν τόσο δεξιός, όπως δήλωνε ο ίδιος, όσο κι αναρχικός, τόσο αριστερός κι άλλο τόσο βλάκας ώρες ώρες, όλα τούτα μαζί και τίποτα απ' αυτά εν τέλει. Μια κλίση προς την καλτ σαπίλα θα του την αναγνώριζες όμως σίγουρα...
Την κατέκτησε εν αγνοία του, μέσα απ' τον εκνευρισμό που της προσέφερε αρχικά, όσο τον εξερευνούσε. Με την ιδιόμορφη κατανόηση που του προσφέρει εκείνη τώρα, τον κατέκτησε με τη σειρά της. Μια αντίφαση δεν ήταν άλλωστε και οι δυο τους; Μια αντίφαση με κοινά εικονίσματα: Διάφανα κρίνα, Otto Dix, τα φίλτρα τους στις φωτογραφίες, η Σωσώ Παπαδήμα και οι drama queens μέσα τους που, ούτε ο ένας, ούτε η άλλη, ένιωσαν ποτέ τους την ανάγκη να κρύψουν.
Κάθισε ακίνητος και περίμενε την αντίδραση της. Μια καρτερικότητα για το κάλεσμα της, την επιβεβαίωση ότι κέρδισε επάξια την προσοχή της, για να περάσει στη συνέχεια της εξιστόρησης του φιάσκου που του στήσανε και σήμερα, τα βλακώδη όντα που τον περιβάλλουν. Όσο κι αν τον έκαιγε λίγο η αναμονή μέσα του, δε θα πήγαινε ποτέ κοντά της αν δεν τον φώναζε εκείνη πρώτα. Είχε υιοθετήσει το μειδίαμα της, στην εκνευρισμένη του βερσιόν βέβαια, αλλά μόνο και μόνο για να μη μαρτυρήσει η έκφρασή του την εσώτερη κάψα. 
-"Θες;" του είπε, στρέφοντας το μπουκάλι στα χέρια της προς το μέρος του, με όση δήθεν αδιαφορία μπορούσε να μαζέψει στο πρόσωπο της. Ποιος νόμιζε πως ήταν, άλλωστε, να ζητά το μονοπώλιο της προσοχής. Σάμπως κι εκείνη δεν έχει δράματα απόψε; 
Τετρακόσιες σαράντα εφτά σελίδες της απέρριψαν. Μία μία. "Τι είναι τούτα δεσποινίς; Σαχλά μακάβριοι χαρακτήρες, δίχως ίχνος πραγματικότητας. Είπαμε λ ο γ ο τ ε χ ν ί α, αλλά λίγος ρεαλισμός δεν έβλαψε ποτέ κανέναν" ήταν η αυτολεξεί απάντηση του τρίτου εκδότη στον οποίο είχε απευθυνθεί. Ένα "Γιατί;", όλο κι όλο, είχε υποχρεώσει την γραμματέα του κωλόγερου να του μεταβιβάσει, μετά την αρνητική ανακοίνωση του, κι αυτός ο παπάρας δεν έκανε καν τον κόπο να της τηλεφωνήσει. Μόνο ένα ξερό μέηλ για να ξεκάνει την υπομονή της. "...λίγος ρεαλισμός...". Λίγος ρεαλισμός! Μα φυσικά! Αλίμονο! Άμα του 'βαζε τον Tennessee Williams στον κώλο θα 'νιωθε τον λίγο ρεαλισμό σε όλο του το μήκος. Τι της φταίει όμως κι ο Tennessee...
Της έγνεψε αρνητικά ανασηκώνοντας το κεφάλι. Χάζεψε για δευτερόλεπτα το λαιμό του, τα σαρκώδη χείλη του, και γύρισε στην ιεροτελεστία της. Διάλεξε έναν κύβο ζάχαρης, τον τοποθέτησε στο κέντρο του κουταλιού κι άφησε την ογδοντάρα -καθότι ήτο και μεγάλες οι πίκρες σήμερα- πράσινη νεράιδα να τον λιώσει. Δεν του άρεσε το αλκοόλ, κι εκείνη συνήθως του την έλεγε που δεν της έκανε παρέα στην πόση. Αλλά σήμερα η κατηραμένη καλλιτέχνις θα έπνιγε τον πόνο της μονάχη, μέχρι να τον αναγκάσει να την πάρει αγκαλιά και να ακούσει τα παράπονά της, πριν συνεχίσει αυτός με τα δικά του. Αυτή την τεχνική την ονόμαζε "Ορέστης Μακρής", Εκείνος όμως δε χαμπάριασε. Της επέστρεψε ίση ποσότητα δήθεν αδιαφορίας κι έβαλε τη βελόνα του πικάπ να γρατζουνάει λόγια και νότες. 

Στεκόμαστε γυμνοί απ' όνειρα... Κάτω απ' τα μαύρα σύννεφα... 
Απόγονοι του τίποτα... Πελάτες της σιωπής...
Έχουμε τσέπες αδειανές... Και στην καρδιά δυο μνήματα...
Μια άδεια μποτίλια δίπλα στο κρεβάτι... Είναι ο μόνος μας συγγενής...

Ξέρεις τι ανήκουστο που είναι να βρεις αριστερό καθηγητή στη σχολή του; Πιο εύκολα βρίσκεις νερό στον ήλιο. Κι όμως ο αριστερογαμιόλης έπεσε πάνω του και δεν του χαρίστηκε. Έπρεπε να ξαναγράψει τη μισή του εργασία αλλιώς το διδακτορικό του θα πήγαινε στο βρόντο. Και να 'ταν και κανάς σοβαρός ιδεολόγος να πεις πάει στο διάολο. Αλλά αυτό το βδέλυγμα ήταν τόσο αριστερός όσο έπρεπε για να πηδάει τις μεταπτυχιακές του αστικού δικαίου. Και οι μη πολιτικά ορθές απόψεις της εργασίας του, πρόσφεραν στον γαμιόλη το κατάλληλο έδαφος για να αρχίσει το κήρυγμα μπροστά σε δυο ΕΑΑΚίτισσες, που ήταν στο γραφείο του εκείνη την ώρα, κι αυτές οι καργιόλες αμέσως να βεντουζώσουν στα πλακάκια σα χταπόδια. Αυτή την ώρα θα τις γαμάει και τις δυο μαζί. Στανταράκι.

Κορόνα γράμματα ποντάρουμε το θάνατό μας... 
Την ίδια κλίση παίρνουμε φλερτάροντας γκρεμούς... 
Κι όταν δε θα 'χουμε πια τίποτα δικό μας... 
Ο έρωτας θα μας τσακίσει και θα μας κάνει αληθινούς...

Σηκώθηκε και πήγε στάθηκε μπροστά του. Άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος του, γαντζώνοντας το λαιμό του, και ψέλλισε ένα "Να χορέψουμε" που δεν ήταν ούτε ερώτηση, ούτε κατάφαση, μάλλον ανάγκη. Εκείνος κατάλαβε πως η νεράιδα που κατάπινε πριν λίγα λεπτά, σίγουρα δεν ήταν η πρώτη της. Δεν ήταν ποτέ του χορού. Μόνο το αλκοόλ θα μπορούσε να την κάνει, και μονάχα σε μεγάλη δόση. Πόσο μάλλον το αψέντι. Την κράτησε διστακτικά στην αρχή, πως διάολο να χόρευαν, με το ζόρι στεκόταν όρθια. Μετά την τράβηξε πάνω του ολότελα, σφιχτοκρατώντας την, μην του σωριαστεί στα πατώματα. Εκείνη δεν ήθελε στ' αλήθεια να χορέψει. Να του μιλήσει μόνο. Δε χρειαζόταν όμως να του πει κανένα παράπονο. Είχε καταλάβει τα πάντα από μόνος του όταν την αντίκρισε -Όχι γιατί πίστευε πως δεν άξιζε να εκδοσεί τις λέξεις της. Το εναντίον. Απλά ήξερε πολύ καλά πως, πλέον, η μόνη πρόζα που τυπώνεται αβίαστα, είναι αποκλειστικά η ροζ, και η μωβ ενίοτε. Εκείνη όμως Λένα Μαντά δε θα καταδεχόταν ποτέ να γίνει-. Τα πιώματα της του τα επιβεβαίωσαν όλα άλλωστε.

Θα μ' αγαπάς, θα μ' αγαπάς μα δε θα φτάνει... 
Άγονη βροχή θα πέφτει πάνω μου το χάδι σου... 
Και εγώ σαν γέρικο σκυλί μες το λιμάνι... 

Ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του. Άκουγε τους υγρούς χτύπους κάτω απ' το δέρμα του. Σχεδόν την υπνώτιζαν. Θυμήθηκε τις νύχτες που καμιά φορά ξάπλωνε μπρούμυτα κι άθελα της άκουγε τους δικούς της χτύπους στα σκοτάδια. Ο μεγαλύτερος της τρόμος η καρδιά που παλλόταν μέσα της. Η πιο φρικιαστική μελωδία η ασυμφωνία των σφυγμών της. Ξεγάντζωσε το ένα της χέρι από το λαιμό του, και τοποθέτησε, με τη χαρακτηριστική κίνηση, τα δυο δάχτυλα κάτω απ' το αριστερό της αφτί. Ένιωσε τη ζωντάνια να σαλεύει μέσα της, χωρίς τρόμο. Τραβήχτηκε μισό βήμα πίσω. Κοίταξε την αντανάκλαση της στα πράσινα μάτια του. "Δε φοβάμαι", είπε. "Δε σε φοβάμαι...".